- σίκλος
- ο και σίκλα, η (λ. λατ.), ο κουβάς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σίκλος — σίγλος shekel masc nom sg σίκλος shekel masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίκλος — ο, ΝΑ βλ. σίγλος … Dictionary of Greek
ασκοδάβλα — η (Μ ἀσκοδάβλα) 1. δερμάτινος σίκλος με στεφάνη και λαβή από ξύλο 2. μετάλλινος σίκλος για άντληση νερού από πηγάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ασκός + μσν. δαβλίν ή ταβλίν «μικρό και ελαφρό κιβώτιο»] … Dictionary of Greek
ημίσικλον — ἡμίσικλον και ἡμισίκλιον, τὸ (Α) μισός σίκλος, είδος αρχαίου νομίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + σίκλος «μονάδα βάρους νομισματική μονάδα»] … Dictionary of Greek
σίκλα — η, Ν σίκλος, κουβάς, κάδος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού σίκλος κατά τα θηλ. (πρβλ. σίγλος: σίγλα)] … Dictionary of Greek
сикл — мера сыпучих тел , только др. русск. сиклъ – то же, уже у Кирилла Туровск. (Срезн. III, 348). Из ср. греч. σίκλος – то же от лат. situla, us сосуд (для черпания воды); урна (употребляемая при жеребьевке) ; см. Фасмер, Гр. сл. эт. 177; ИОРЯС 12, 2 … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
σίγλος — ή σίκλος, ο, ΝΑ, και σίγγλος Ν (στην αρχ.) μονάδα βάρους η οποία ισοδυναμούσε με το 1/60 τής μνας νεοελλ. κάδος άντλησης, ιδίως νερού, κουβάς αρχ. 1. νομισματική μονάδα τής Ανατολής που ισοδυναμούσε με δύο ή τέσσερεις αττικές δραχμές («δραχμὴ μία … Dictionary of Greek
σίκλαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «σίγλαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού σίκλος κατά τα θηλ. (πρβλ. σίγλος: σίγλα)] … Dictionary of Greek
σικλί — το / σικλίον, ΝΜΑ [σίκλος] (με υποκορ. σημ.) μικρός κάδος, μικρός κουβάς … Dictionary of Greek
στατήρας — ο / στατήρ, ῆρος, ΝΜΑ, και στατέρα, η, και στατέρι, το, Ν νεοελλ. 1. παλαιότερη μονάδα βάρους ίση με 44 οκάδες 2. (το ουδ.) όργανο ζύγισης, ζυγαριά, καντάρι 3. φρ. α) «μετρικός στατήρας» μονάδα βάρους ίση με 100 χιλιόγραμμα β) «αγγλικός στατήρας» … Dictionary of Greek